-
1 случай
случай м 1) (происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό; несчастный το δυστύχημα 2) (обстоятельство) η περίπτωση· η ευκαιρία (возможность)· удобный \случай η ευκαιρία; упустить \случай χάνω την ευκαιρία; представился \случай παρουσιάστηκε η ευκαιρία; пользоваться \случайем επωφελούμαι την ευκαιρία 3) (случайность) η τύχη ◇ при \случайе, в \случайе, если... αν τυχόν, στην περίπτωση που...· ни в коем \случайе σε καμιά περίπτωση; на всякий \случай για κάθε ενδεχόμενο; по \случайю чего-л. με την ευκαιρία...· на \случай στην τύχη* * *м1) ( происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικόнесча́стный слу́чай — το δυστύχημα
2) ( обстоятельство) η περίπτωση; η ευκαιρία ( возможность)удо́бный слу́чай — η ευκαιρία
упусти́ть слу́чай — χάνω την ευκαιρία
предста́вился слу́чай — παρουσιάστηκε η ευκαιρία
по́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι την ευκαιρία
3) ( случайность) η τύχη••при слу́чае, в слу́чае, е́сли... — αν τυχόν, στην περίπτωση που…
ни в ко́ем слу́чае — σε καμιά περίπτωση
на вся́кий слу́чай — για κάθε ενδεχόμενο
по слу́чаю чего́-л. — με την ευκαιρία…
на слу́чай — στην τύχη
-
2 случай
случайм1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο. -
3 оказия
-и θ.1. παλ. ευκαιρία•послать письмо с -ей θα στείλω γράμμα με την ευκαιρία•
при первой -и με την πρώτη ευκαιρία•
пользоваться -ей δράττομαι της ευκαιρίας.
2. γεγονός, συμβάν ασύνηθες, παράξενο. -
4 случай
-я α.1. περίπτωση, περιστατικό, συμβάν•непредвиденный случай απρόβλεπτη περίπτωση•
особенный случай ιδιαίτερη περίπτωση•
в подобном -е σε τέτοια (παρόμοια) περίπτωση•
в противном -е σε αντίθετη περίπτωση•
как в настоящем -е όπως τώρα σ αυτή εδώ την περίπτωση•
ни в коем -Θ σε καμιά περίπτωση•
если представится случай αν παρουσιαστεί περίπτωση•
на случай смерти σε περίπτωση θανάτου•
-и из моей жизни περιστατικά από τη ζωή μου•
редкий случай σπάνια περίπτωση.
|| κρούσμα•-заболевания κρούσμα ασθένειας•
-и нарушения дисциплины κρούσματα απειθαρχίας.
2. περίσταση• ευκαιρία•в донном -е στη δοσμένη περίσταση•
в удобном -е στη κατάλληλη ευκαιρία•
по -ю чего με την ευκαιρία του....
3. βλ. случайность.εκφρ.в -е чего – σε περίπτωση που•на -е – α) σε περίπτωση, β) παλ. τυχαία•от -я к -ю – πότε-πότε, από καιρό σε καιρό, που και που, κάπου-κάπου•купить по -ю – αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας•по -ю чего – λόγω, συνεπεία, ένεκα•при -е – α) σε ώρα ανάγκης, στην ανάγκη, β) σε μερικές περιπτώσεις, κάποτε, ενίοτε•в таком (этом) -е – σε τέτοια (αυτή) ή τη δοσμένη περίπτωση•в -е если – σε περίπτωση αν..., на первый случай για πρώτη φορά•быть в -е; попасть в -е – είμαι τυχερός, τυχαίνω σε ευνοϊκή κατάσταση. -
5 повод
повод м η αφορμή· ο λόγος (причина) по \поводу... αναφορικά με...· με την ευκαιρία... (по случаю)' без всякого \повода χωρίς κανένα λόγο· дать \повод δίνω αφορμή* * *мη αφορμή; ο λόγος ( причина)по по́воду… — αναφορικά με…; με την ευκαιρία… ( по случаю)
без вся́кого по́вода — χωρίς κανένα λόγο
дать по́вод — δίνω αφορμή
-
6 при
при 1) κοντά, πλάι, πλησίον при входе ( κοντά) στην είσοδο 2) (в присутствии) μπροστά, ενώπιον при посторонних μπροστά στους ξένους ◇ не иметь при себе чего-л. δεν έχω επάνω (или μαζί) μου κάτι* при случае με την ευκαιρία прибавить, прибавлять προσθέτω* * *1) κοντά, πλάι, πλησίονпри вхо́де — (κοντά) στην είσοδο
2) ( в присутствии) μπροστά, ενώπιονпри посторо́нних — μπροστά στους ξένους
••не име́ть при себе чего́-л. — δεν έχω επάνω ( или μαζί) μου κάτι
при слу́чае — με την ευκαιρία
-
7 связь
связь ж 1) (телеграфная и т. л.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία (сообщение)· телефонная \связь η. τηλεφωνική επικοινωνία 2) (отношения) о δεσμός, η σχέση; культурные \связьи οι πνευματικές σχέσεις ◇ в \связьй с... σχετικά με...· με την ευκαιρία... (по случаю)* * *см. связать 1)1) (телеграфная и т. п.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία ( сообщение)телефо́нная связь — η τηλεφωνική επικοινωνία
2) ( отношения) ο δεσμός, η σχέσηкульту́рные связи — οι πνευματικές σχέσεις
••в связи́ с... — σχετικά με…; με την ευκαιρία... ( по случаю)
-
8 кстати
кстати1. нареч (к месту, вовремя) πάνω στήν ὠρα, στήν κατάλληλη στιγμή:деньги пришлись \кстати τά χρήματα βρέθηκαν στήν κατάλληλη στιγμή· очень \кстати ἀκριβώς πάνω στήν ῶρα·2. нареч (заодно) μέ τήν εὐκαιρία, μιά καί καλή, ταυτόχρονα:\кстати зайдите и за книгами μέ τήν εὐκαιρία ἐλᾶτε νά πάρετε καί τά βιβλία·3. вводн. сл. ἐδῶ πού τά λέμε, μιά καί τόφερε ἡ κουβέντα. -
9 слово
слово 1-а, πλθ. слова, слов, -амκ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.1. λέξη•значение -а η σημασία της λέξης•
иностранные -а ξένες λέξεις.
2. ομιλία, γλώσσα.3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.4. υπόσχεση, λόγος•держать своё слово κρατώ το λόγο•
связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.
5. αγόρευση•просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•
предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•
приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•
вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).
6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).εκφρ.новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•одним -ом – κ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.слово 2-а ουδ.παλαιά ονομασία του γράμματος «С»εκφρ.слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-с – παλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик. -
10 подбить
подобью, подобьшь, προστκ. подбейρ.σ.μ.1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•подковку καρφώνω το πέταλο•
подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.
2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•подбить глаз χτυπώ στο μάτι•
подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.
|| πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.εκφρ.подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας. -
11 связь
-и, προθτ. о связи, в связиκ. в связи θ.1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•
торговые связи εμπορικές σχέσεις•
хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•
αλληλοσύνδεση•установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•
причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•
взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•
логическая связь λογική σχέση.
|| αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.
2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•нравственная связь ηθικός δεσμός•
она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•
поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•
прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•
дружеская связь φιλικός δεσμός•
пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).
3. επικοινωνία•телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•
средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•
связь с городом επικοινωνία με την πόλη.
4. ένωση, κόλλημα•связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.
5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.εκφρ.в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•в -й – με την ευκαιρία. -
12 момент
моментм1. ἡ στιγμή:в один \момент σέ μιά στιγμή, αὐτοστιγμεί· в настоящий \момент ἡ παρούσα στιγμή· текущий \момент ἡ σημερινή κατάσταση· удобный \момент ἡ κατάλληλη στιγμή· упустить \момент χάνω τήν εὐκαιρία[ν]· воспользоваться \моментом ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας· в тот \момент, когда... τή στιγμή πού..., τήν ὠρα πού...·2. (отдельная сторона какого-л. явления) τό στοιχεῖο[ν], ἡ πλευρά:отрицательный \моментτό ἐλάττωμα, ἡ ἀρνητική πλευρά·3. физ. τό σημείο[ν]:\момент инерции τό σημεῖο[ν] ἀδράνειας. -
13 пропускать
пропуск||а́тьнесов1. (кого-л. куда-л.) ἀφήνω νά περάσει, ἐπιτρέπω τήν είσοδο·2. (что-л. через что-л.) περνώ ἀπό:\пропускатьать мясо через мясору́бку περνώ τό κρέας ἀπό τό μύλο, ἀλέθω τό κρέας·3. (опускать) παραλείπω, ἀφήνω:\пропускатьа́ть страницы в книге πηδῶ σελίδες στό βιβλίο·4. (упускать) χάνω:\пропускатьа́ть поезд χάνω τό τραίνο· \пропускатьа́ть срок ἀφήνω νά περάσει ἡ προθεσμία· \пропускатьать удобный случай χάνω (τήν) εὐκαιρία·5. (уроки и т. ἡ.) ἀπουσιάζω·6. (насквозь \пропускать о бумаге) ποτίζω (άμετ.)· ◊ \пропускатьать ми́мо ушей κάνω πώς δέν ἀκούω. -
14 связь
связ||ьж1. (взаимная зависимость) ἡ σχέση [-ις], τό ἀλληλένδετο[ν], ἡ ἀλληλουχία:взаимная \связь ἡ ἀμοιβαία σχέση· причинная \связь филос. ἡ αἰτιότητα, ἡ αἰ-τιακή σχέση, ἡ λογική συνέπεια· \связь теории с практикой ἡ σύνδεση τής θεωρίας μέ τήν πρακτική· в \связья с чем-л. σέ σχέση μέ, σχετικά μέ, μέ τήν εὐκαιρία· в э́той \связьи... σέ σχέση μ' αὐτό.2. (общение) ὁ δεσμός/ ἡ σχέση (международные, торговые и т. п.):дру́жеская \связь ὁ φιλικός δεσμός· родственные \связьи οἱ συγγενικοί δεσμοί· культу́рные \связьи οἱ πολιτιστικές σχέσεις·3. (любовная) ὁ δεσμός, ἡ συμβίωση·4. \связьи мн. (знакомства) οἱ σχέσεις, οἱ γνωριμίες:пустить в ход свой \связь χρησιμοποιώ τίς γνωριμίες μου·5. (железнодорожная, телеграфная и т. п.) ἡ ἐπικοινωνία:средства \связьи μέσα ἐπικοινωνίας· служба \связьи ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων6. воен. ἡ διαβίβαση [-ις]. -
15 для
πρόθ. με γεν.1. για, δια•для детей για τα παιδιά•
для взрослых για τους ενήλικους.
|| υπέρ, χάριν•для бедных για τους φτωχούς, υπέρ των φτωχών•
я это делаю только для вас αυτό το κάνω μόνο για (χάριν) εσάς•
каждый -себя καθένας για τον εαυτό του.
2. (σκοπό), προορισμό) για, δια•всё для победы Ολα για τη νίκη•
для нажива για το κέρδος•
альбом для рисования τετράδιο ιχνογραφίας•
ящик для писем γραμματοκιβώτιο•
книга для детей παιδικό βιβλίο.
3. όσον αφορά, ως προς•вредно для детей είναι βλαβερό για τα παιδιά•
полезно здоровья είναι ωφέλιμο για την υγεία•
для меня время дорого για μένα ο χρόνος είναι πολύτιμος.
4. με την ευκαιρία•угостить- праздника κερνώ για τη γιορτή.
εκφρ.для ради – βλ. для; не для чего δεν υπάρχει λόγος για να•не для чего торопиться – δεν υπάρχει λόγος για να βιαστώ. -
16 воспользоваться
воспользоватьсясов ἐπωφελοῦμαι:\воспользоваться случаем ἐκμεταλλεύομαι τήν εὐκαιρία, ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας' \воспользоваться чем-л. в качестве предлога βρίσκω (или χρησιμοποιώ) σάν πρόφαση. -
17 придраться
придратьсясов1. см. придираться-2. разг βρίσκω ἀφορμή, ἐκμεταλλεύομαι:\придраться к случаю ἐκμεταλλεύομαι τήν εὐκαιρία. -
18 проворонить
проворонитьсов разг χάνω τήν εὐκαιρία, ἀφήνω νά μοῦ ξεφύγει. -
19 проморгать
проморгатьсов разг ἀφήνω νά μοῦ φύγει, παραλείπω, χάνω:\проморгать удобный слу́-чай χάνω τήν εὐκαιρία. -
20 воспользоваться
[*][βασπόλ'ζαβατ'σγια) ρ. εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek